Ο ΤΆΦΟΣ ΤΗΣ ΜΆΓΙΣΣΑΣ ΣΤΟΝ ΛΕΥΚΏΝΑ ΣΕΡΡΏΝ ΚΑΙ Ο ΤΕΡΆΣΤΙΟΣ ΘΗΣΑΥΡΌΣ .

Ο ΤΆΦΟΣ ΤΗΣ ΜΆΓΙΣΣΑΣ ΣΤΟΝ ΛΕΥΚΏΝΑ ΣΕΡΡΏΝ ΚΑΙ Ο ΤΕΡΆΣΤΙΟΣ ΘΗΣΑΥΡΌΣ .




ΙΣΤΟΡΙΚΌ ΜΥΣΤΉΡΙΟ ..

ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ Ο ΤΆΦΟΣ ΤΗΣ ΜΑΡΑΣ ΜΠΡΑΝΚΟΒΙΤΣ  ΣΥΖΗΓΟΥ ΤΟΥ ΜΟΥΡΑΤ Β ?


Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία που μου συνέβη πριν από πολλά χρόνια.

Θα μεταφέρω τα γεγονότα όπως έγιναν χωρίς να αλλάξει τίποτα

Η ιστορία που θα σάς πω αφορά την Μάρα Μπράνκοβιτς (Σερβικά: Мара Бранковић.

 Επίσης γνωστή και ως: Μαρώ, Κομνηνή, Βαλιντέ Χανούμ Σουλτάνα, Κυρά-Μάρω, Μάρα Δέσποινα Χατούν, Σουλτάνα Μαρίγια, Μάρα Χατούν, Δέσποινα Χατούν ή Αμερίσσα,  από τον Οίκο Μπράνκοβιτς .

 Ελληνοσέρβα πριγκίπισσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τον Οίκο Μπράνκοβιτς και κόρη του ηγεμόνα της Σερβίας, Γεωργίου Μπράνκοβιτς και της Ειρήνης Καντακουζηνής, υπήρξε σύζυγος του Μουράτ Β και μητριά του Μωάμεθ του Πορθητή ο οποίος φέρεται να της είχε λατρεία...

Δεν θα μπω στην διαδικασία να αναλύσω τώρα το πώς και γιατί το 1451 που  πέθανε ο σουλτάνος Μουράτ Β’ η σύζυγός του Μάρα, στην οποία είχε ιδιαίτερη συμπάθεια ο διάδοχος του Μουράτ,  Μωάμεθ ο Β’, ενώ υποτίθεται οτι είχε σταλεί πίσω στον πατέρα της φορτωμένη με δώρα και τιμές ποτέ δεν έφτασε...

 Άλλωστε η απάντηση βρίσκεται στις επόμενες γραμμές.

Μόλις το νέο του θανάτου του Μουράτ Β,  έγινε γνωστό στην Κωνσταντινούπολη, αποφασίστηκε να γίνει επίσημη πρόταση στη Μάρα να νυμφευτεί τον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο.

Ο γάμος αυτός θα ανέτρεπε τα ιστορικά γεγονότα, καθώς η μεγάλη αγάπη του Μωάμεθ για τη Μάρα και τη χριστιανική παιδεία που είχε λάβει από εκείνη στην παιδική του ηλικία, θα τον απέτρεπε να προχωρήσει στην πολιορκία και τελικά στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Όμως, η πριγκίπισσα Μάρα, λόγω του ότι ήταν 50 ετών και είχε κάνει τάμα ότι αν απελευθερωνόταν από τα χέρια τον μουσουλμάνων θα αφιερωνόταν στον Θεό, αρνήθηκε να παντρευτεί τον Κωνσταντίνο και κλείστηκε σε ορθόδοξο μοναστήρι. ( Έτσι λέγεται).

Η αλήθεια είναι πως ναι μεν όντως η Αυτοκράτειρα Μάρα γνωστή ως Βαλιντέ Χανούμ από το λογοτεχνικό έργο της Κας Μάρας Μεϊμαρίδη η οποία εμφανίζεται ως σκοτεινή δαιμονική οντότητα και πολύ ισχυρή μάγισσα  έφυγε από την Κωνσταντινούπολη με τεράστια ποσότητα σε χρυσό ασήμι και πολύτιμα αντικείμενα, αλλά ούτε στον πατέρα της πήγε, ούτε καν σε μοναστήρι. 

Η Αυτοκράτειρα πέρασε όλο το υπόλοιπο της ζωής της στο τσιφλίκι της εκεί που είναι σήμερα ο Λευκώνας Σερρών το οποίο ήταν δώρο προικό του γάμου της .

Το γεγονός ότι ασκήτεψε είναι αλήθεια και θα σάς εξηγήσω στην συνέχεια γιατί βάση των όσων διαδραματίστηκαν εκεί που πραγματικά βρίσκεται ο τάφος της , μαζί με μια τεράστια ποσότητα πολύτιμων  λίθων και κοσμημάτων.

Κοιτάξτε την φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο και υπολογίστε τα κοσμήματα της κοπέλας κατά μερικές εκατοντάδες περισσότερα τόσα πολλά ώστε γεμίζουν δύο μεγάλα κασόνια , πάνω από τα οποία βρίσκεται ένα κασόνι με δύο βιβλία.

Πάνω από το κασόνι υπάρχει κάτι εντελώς σατανικό, ένα διαβολικό αντικείμενο αληθινής μαύρης μαγείας...

Είναι το αριστερό χέρι της μάγισσας κομμένο από τον καρπό τυλιγμένο σε σάβανο γραμμένο όλο με ξόρκια δαιμονικά που κρατούν την ψυχή της Βαλιντέ Χανούμ ζωντανή.

Μπορεί ο δαίμονας Raum να είναι ο πατέρας των Βρυκολάκων, αλλά ο  Gajasura ο δαίμονας ελέφαντας  γνωστός από το dictionnaire Infernal ως Behemoth είναι αυτός που μπορεί να προσφέρει την αιώνια αθανασία 

Και αυτή η συγκεκριμένη γυναίκα είναι ένα μόλις βήμα πρίν την κατακτήσει μέσω της πίστης και της αφιερωμένης στον Θεό ζωής η οποία όμως αντί να δημιουργήσει μια ακόμη Αγία δημιούργησε ένα δαίμονα...

Πάμε σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια πίσω από σήμερα, στο χωριό Λευκώνας Σερρών .

Είναι καλοκαίρι και τα σχολεία κλείνουν για διακοπές οπότε ανεβαίνουμε από Αθήνα καλεσμένοι της Νικολέτας Μάλακα η οποία βρίσκεται εκεί καθώς φρόντιζε τους γονείς της η οποίοι είχαν το σπίτι τους λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά πιο κάτω στην ευθεία από το σπίτι στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία.

Θα αναφερθούμε σε αυτό το σπίτι σε άλλη ανάρτηση γιατί έχω μια ιστορία για το συγκεκριμένο αυτό χώρο, τον θησαυρό του και το φάντασμα του νεκρού κάτω από το πλατάνι.

Θυμάμαι καλά ότι στο αυτοκίνητο είμαστε εγώ, η μητέρα μου Αργυρουλα Κυριακή Αδαμάκη το γένος Σαλαβράκου κνος Κούλα, ο γιός της Νίκης ( Νικολέτα Μάλακα) ο Δημήτρης Νικολαΐδης ( κνος Τάκης ) η τότε συζήγος του Γεωργία Γκόβα και ο αδερφός της Λάμπρος Γκόβας γνωστός ως μελλοντολόγος σήμερα καθώς και η Μαρία η κοπέλα του και μετέπειτα συζήγος του..η οποία τελικά τον παράτησε με δύο παιδιά για τα μάτια μίας γυναίκας .

Κάποια στιγμή θυμάμαι ότι ανέβηκαν με δικό τους αυτοκίνητο και η Φανή Καλογριδακη μαζί με κάποια άλλα πρόσωπα αδιάφορα για την ιστορία γιατί αυτοί είχαν ανέβει να γιορτάσουμε όλοι μαζί κάποιο Πάσχα και φύγανε ενώ οι υπόλοιποι μείναμε εκεί.

Τώρα που το θυμήθηκα η ιστορία που θα δούμε ξεκινά ένα Πάσχα και ολοκληρώθηκε το μεθεπόμενο νομίζω καλοκαίρι όχι αμέσως.

Βρισκόμαστε όλοι μαζεμένοι σε μια χωριάτικη χαμοκέλα, ένα χαμηλοτάβανο ισόγειο σπίτι με μεγάλη αυλή η οποία στην πραγματικότητα ήταν ένα χωράφι το οποίο παρέμεινε για πολλά χρόνια ακαλλιέργητα, γωνιακό ακριβώς δίπλα στο δρόμο, πάνω στο σταυροδρόμι, στην γωνία αριστερά μπροστά αμέσως κάτω από τον μεγάλο κεντρικό δρόμο.

Μία κουζίνα και τρία δωμάτια ήταν ο χώρος του σπιτιού.

Όλα άρχισαν το βράδυ της Ανάστασης αφού είχαμε γυρίσει σπίτι και άλλοι ετοιμάζονταν να φύγουν για Αθήνα, άλλοι τρώνε κλπ 

Ο Λάμπρος Γκόβας ο οποίος φέρεται να είχε πάει στην τουαλέτα η οποία ήταν πίσω δεξιά από το σπίτι μέσα στο χωράφι λίγα μέτρα μακριά από τα σπίτι μέσα σε βαθύ σκοτάδι γυρνάει μέσα τρομαγμένος και κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας με τα χέρια του στο κεφάλι.

Τον πλησίασε η Μαρία η κοπέλα του και έρχεται να δει τι ακριβώς συμβαίνει και ο Δημήτρης.

Σύμφωνα με όσα μας είπε καθώς πήγαινε προς την τουαλέτα με μοναδικό φώς την λαμπάδα της Αναστάσεως αρχικά άκουσε μια γυναίκα να φωνάζει το όνομα του τρεις φορές.

Κοιτώντας προς το άδειο χωράφι δεν έβλεπε τίποτα άλλο παρά πυκνό σκοτάδι.

Μπαίνει στην τουαλέτα, κάνει ότι κάνει και βγαίνοντας ξανά κοιτάζει προς το μέρος που άκουσε την φωνή της γυναίκας, και τότε την είδε.

Ήταν μια γυναίκα που φορούσε κάτι σαν μανδύα ανοιχτό ή ράσο και από μέσα ήταν γυμνή.

Κρατούσε στο ένα χέρι της κερί αναμμένο και στο άλλο χέρι κομποσκοίνι.

Τώρα πια, με βάση τα στοιχεία που έχω για την Αυτοκράτειρα Μάρα είμαι σίγουρος ότι ήταν αυτή η ίδια.


Σύμφωνα πάντα με την υπάρχουσα Ιστορία που καταλήγει σε ιστορία τρόμου η συγκεκριμένη γυναίκα είχε πραγματικά αφιερωθεί στο θεό μετά από τον θάνατο του συζύγου της.


Από ότι φαίνεται είχε αγοράσει ή της είχε δοθεί ένα τεράστιο τσιφλίκι που είναι σήμερα το χωριό στο οποίο έζησε και πέθανε ασκητικά χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν εμπλέκεται στην πιο σκοτεινή δαιμονική και απεχθής μαγεία που μπορεί να υπάρξει.


Αυτό το θέμα το αφήνω φυσικά για το τέλος.


Τα διάφορα περίεργα άρχισαν από την επόμενη μέρα καθώς όλοι όσοι είχαμε μείνει πίσω στο χώρο του σπιτιού, συμπεριλαμβανόμενης της ανηψιας της Νίκης της εννιάχρονης τότε Βασούλας στα καλά καθούμενα βρεθήκαμε επανειλημμένες φορές να ξυπνάμε μέρα μεσημέρι χωρίς να γνωρίζουμε καν ότι έχουμε κοιμηθεί, χωρίς να θυμόμαστε πότε κοιμηθήκαμε και πως έγινε και βρέθηκα εγώ προσωπικά να κοιμάμαι στο τραπέζι της κουζίνας χωρίς να ξέρω πως βρέθηκα εκεί αφού το βράδυ είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι μου , ή μια άλλη φορά βρέθηκε η μικρή Βασούλα να κοιμάται στο τσιμεντένιο πάτωμα...


Αυτό το περίεργο θέμα του ύπνου συνέβαινε συνεχώς αλλά η Νίκη δεν μπορούσε να δει τίποτα το περίεργο ή σημαντικό σε αυτό, η Κούλα έλειπε αλλά και που ήρθε απλά μειώθηκε η ένταση του φαινομένου οπότε δεν ασχολήθηκε κανείς.


Τα όνειρα μου εκείνη την περίοδο ήταν όλα εφιαλτικά, μόνο ένα θυμάμαι καλά στο οποίο είδα ότι το χωράφι ήταν γεμάτο ανθρώπους άντρες και γυναίκες οι οποίοι ούρλιαζαν και προσπαθούσαν να με τραβήξουν αλλά εγώ λέει στεκομουν πάνω στο δρόμο και μας χώριζε ένα χαντάκι...


Παρένθεση εδώ να σημειωθεί πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ήταν ιδιοκτήτες των σπιτιών που βρίσκονταν στα όρια του χωραφιού είχαν όλοι πεθάνει με την τελευταία από αυτούς, την γιαγιά ακριβώς δίπλα στο σπίτι να έχει πεθάνει μέσα στο χρόνο εκείνο.


Αλλά και πάλι είναι φυσιολογικό όταν πρόκειται για μεγάλης ηλικίας ανθρώπους, οπότε δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ τους αλλά ας μην αποκλείσουμε τίποτα..


Ένα καλοκαιρινό βράδυ που κοιμόμουνα στο κρεβάτι απέναντι από την πόρτα της κουζίνας , βλέπω στον ύπνο μου ή σε μια Lucid dreams κατάσταση ένα ορμητικό ποτάμι ασημένιου φωτός να μπαίνει διαγώνια στην κουζίνα σαν να έμπαινε από παράθυρο που φωτίζεται από ψηλά.


Ανοίγω τα μάτια το βλέπω όντως ότι είναι εκεί και δεν είναι καθόλου όνειρο , λέω στον εαυτό μου ότι είναι το φώς της πανσελήνου που μπαίνει στην κουζίνα από το τζάμι της πόρτας της κουζίνας και κοιμάμαι ξανά χωρίς καμία ανησυχία.


Θυμάμαι καλά ότι σε κάποιο σημείο εξακολουθώ να βλέπω τα φως χωρίς όμως να είμαι σε θέση να σας πω αν ήταν όνειρο ή αν είχα ανοίξει τα μάτια μου για να δώ μια ψηλόλιγνη γυναίκα να στέκεται ακριβώς εκεί που φώτιζε το ασημένιο φώς .


Η γυναίκα ήταν αδύνατη και ψηλή , φορούσε μεταξωτό ύφασμα και κοσμήματα όπως η κοπέλα της φωτογραφίας ...


Είχε μαύρα πολύ μακριά μαλλιά και ήταν μελαμψή , αλλά τώρα που ξανά φαιρνω το πρόσωπο αυτό στο μυαλό μου ειλικρινά με τρομάζει καθώς είμαι σίγουρος ότι αυτό που στεκόταν μπροστά μου ήταν ένα πτώμα .


Στα μάτια μου τότε έβλεπα μια σκελετωμένη αλλά όμορφη γυναίκα  η οποία ήρθε και στάθηκε από επάνω μου ζητώντας μου να την ακολουθήσω έξω πράγμα που έκανα.


Θυμάμαι καλά ότι βγαίνοντας από την κουζίνα αναζήτησα την πηγή του φωτός αλλά δεν θυμάμαι τι ακριβώς είδα, πάντως βρέθηκα δύο μέτρο μακριά από τον καμπινέ στο χωράφι πάνω από μια μάζα χώματος γεμάτη σπασμένα κομμάτια πηλό και ήταν μέρα μεσημέρι λέει !!!


Θυμάμαι καλά ότι μου είπε να σκάψω σε ένα συγκεκριμένο σημείο του χώρου και ότι βρώ εκεί θα είναι δικό μου, αλλά δεν πρέπει ποτέ επ ουδενί λόγω να σκάψω οπουδήποτε αλλού στο χωράφι.


Την επόμενη μέρα το πρωί δεν θυμώνουν τίποτα άλλο εκτός από το παράξενο φώς και όλος περίεργος η πόρτα της κουζίνας που οδηγεί στο χωράφι ήτανε ορθάνοικτη !


Δεν θυμάμαι να έγινε το οτιδήποτε για αρκετό διάστημα, νομίζω ότι επέστρεψα στην Αθήνα και πέρασαν αρκετοί μήνες μέχρι την μέρα που ξανά ανεβήκαμε και η ιστορία αρχίζει να ξετυλίγεται καθώς η Νικολέτα μου έδωσε μια τσάπα ζητώντας μου να πάω πίσω στο χωράφι να σκάψω .


Πήγα και εγώ και δοκίμασα να τσαπίσω το αργυλώδες πετρωμένο χώμα με αποτέλεσμα να γεμίσουν φουσκάλες τα χέρια μου αλλά το χώμα δεν σκαβόταν.


Αφήνω την τσάπα κάτω και κοιτάζω ένα σημείο που το χώμα δείχνει ολοκάθαρα μαλακό καστανοχωμα γεμάτο θραύσματα από πηλό.


Μοιάζει με τάφο... σκύβω και αρχίζω να βγάζω από το μαλακό χώμα τα πήλινα κομμάτια όταν ξαφνικά με την άκρη του ματιού μου βλέπω σε κοντινή απόσταση από εμένα, ακριβώς μπροστά από τον τοίχο του καμπινέ να στέκονται δύο γυναικεία πόδια ντυμένα με μαύρο μεταξένια ύφασμα που δεν τα σκεπάζει εντελώς.


Στα αυτιά μου ακούω ολοκάθαρα την φωνή της γυναίκας να μου λέει " Εκεί να σκάψεις και πουθενά αλλού" και τότε το όνειρο που είχα ξεχάσει αναδύεται ξανά στο μυαλό μου με κάθε λεπτομέρεια.


Για να μην μακρυγορό δεν έσκαψα  γιατί όπως προαναφέρθηκε καθώς έβγαζα τα πήλινα κομμάτια από παλιά κεραμίδια έπεσα πάνω σε ένα μαρμάρινο χοντρό αντικείμενο το οποίο μπροστά είχε το σύμβολο μίας αμπέλου με σταφύλια και από κάτω τουρκικές λέξεις.


Ήταν σπασμένο κομμάτι Τάφου πολύ παλιό από την εποχή της Τουρκοκρατίας.


Το βγάζω και το πάω στην Νίκη η οποία δεν έδειξε κανένα απολύτως ενδιαφέρον...


Είναι δυστυχώς η μοίρα μου να περιστοιχίζομαι από άχρηστος και Μάγισσες του κώλου , η Νικολέτα ήταν μια από αυτές.


Δεν ξέρω γιατί δεν ξαναπήγα ποτέ στο χώρο εκεί να σκάψω..


Φυσικά και εννοείται ότι δεν γνώριζα τίποτα για τον θησαυρό ή τα βιβλία της μαγείας που είναι θαμμένα εκεί που είναι ο τάφος της Μάρας.


Όλα αυτά βγήκαν μετά, πάρα πολύ μετά...


Χρόνια μετά επανέρχεται το θέμα στο προσκήνιο το 2005 •  2006 , καθώς το συζητάω με την Βαρβάρα Αλαμάνου η οποία όντως βλέπει ότι υπάρχει κάτι εκεί αλλά δεν είναι κάτι που χρειάζεται να ασχοληθούμε, ζητάω την βοήθεια της Καλλιόπης Δουκάκη η οποία μόλις είχε αρχίσει να εισχωρεί στην Λυκαονική αδερφοτητα, τίποτα και από εκεί...


Παρατάω την ιδέα μέχρι το 2009 περίπου που βρήκα ανθρώπους που έχουν αληθινές δυνάμεις οπότε αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι που αφορά ένα πραγματικά τεράστιο θησαυρό που βρίσκεται μέσα σε δύο πολύ μεγάλα κασόνια με χοντρό ξύλο.


Πάνω από τα κασόνια είναι ένα ξύλινο κουτί το οποίο περιέχει δύο βιβλία.


Το ένα είναι μικρό μαύρο χρώμα εξωφύλλου και μέσα είναι το ημερολόγιο της μάγισσας της οποίας δεν ξέρουμε το όνομα ή οτιδήποτε άλλο.


Το δεύτερο βιβλίο είναι πολύ μεγάλο, πολύ χοντρό και βαρύ με εξώφυλλο από τομάρι αγελάδας μοιάζει να έχει μεταλλικά στοιχεία και το μεταλλικό πρόσωπο ενός λιονταριού που εξέχει μπροστά.... Κάποιος είπε ότι μπορεί να είναι ανθρώπινο κρανίο και όχι λιοντάρι, αλλά εγώ προσωπικά νομίζω ότι είναι λιοντάρι.


Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο με αληθινό αίμα πάνω σε περγαμηνή.


Πάνω από το κασόνι υπάρχει κάτι σαν μικρό δεμένο κάτι που δεν μπορεί να καταλάβει οποίος δεν γνωρίζει.


Είναι λωρίδες από σάβανο γραμμένο με ξόρκια το οποίο δένει τα κόκκαλα από το αριστερό χέρι ενός ανθρώπου κομμένο από τον καρπό.


Η Βαρβάρα Αλαμάνου που είδε το χώρο ενορατικά ανέφερε ότι έβλεπε σε όλο το χωράφι μαύρο αίμα να τρέχει μέσα από την Γη και ότι κάτι υπάρχει στο τέλος του χωραφιού πίσω εκεί που έβλεπε μαύρα δέντρα και πραγματικά εκεί βρίσκονται μια σειρά Λεύκες κάτω από τις οποίες ο Λάμπρος είδε τη γυναίκα με το κερί.


Παρένθεση εδώ να σημειωθεί ότι η ιστορική αλήθεια είναι ότι όντως στ σημείο που βρίσκεται η σειρά με τις λευκές που χωρίζει το χωράφι από τον δρόμο στο παρελθόν γίνονταν εκτελεσεις οπότε έχει δίκιο η Βαρβάρα Αλαμάνου τουλάχιστον σε αυτό το θέμα.


Όταν κάποια στιγμή βρεθήκαμε με την Νικολέτα και την ρώτησα αν τελικά έσκαψε το χωράφι που ήθελε η απάντηση της ήταν ότι προσπάθησε επανειλημμένα αλλά χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα καθώς έφτασε στο σημείο να φέρει σκαπτικό μηχάνημα το οποίο με το που έφτανε μπροστά από τον καμπινέ έσβηνε η μηχανή του και δεν έπαιρνε με τίποτα μπροστά.


Αυτό έγινε πολλές φορές μέχρι που η Νικολέτα τα παράτησε.


Τελικά όλη την αλήθεια μου αποκάλυψε μια αληθινή μάγισσα η κυρία Καλίτσα Ζάχου για την οποία έχω ξανά γράψει νομίζω κάπου, τέλος πάντων.


Η Κυρά Καλίτσα μου είπε ότι αυτή η συγκεκριμένη γυναίκα υπήρξε σατανική μάγισσα ή τουλάχιστον αυτό έγινε άσχετα αν όσο ζούσε αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της στον Θεό όπως κάνουν όλες αυτές .


Έδεσε την ψυχή της με το βιβλίο της μαγείας μέσα από ένα σκοτεινό ξόρκι που στην πραγματικότητα είναι παγίδα ψυχών.


Σκοπός του δεμένου χεριού είναι να κλέψει την ψυχή οποίου το πιάσει επιτρέποντας έτσι στην μάγισσα αυτή να κυριεύσει το σώμα του ανθρώπου ώστε να ξαναζήσει μέσα από αυτό...


Πριν πεθάνει αυτός που φοράει το κορμί του θα σκοτώσει και θα κλέψει άλλο και έτσι θα συνεχίσει στην αιωνιότητα..


Βρίσκεται κυριολεκτικά ένα βήμα πριν την αθανασία.


Medium Evans Adamakis

Δημοφιλείς αναρτήσεις