Ο ΕΚΔΙΚΗΤΙΚΌΣ ΝΕΚΡΌΣ

    Ο ΕΚΔΙΚΗΤΙΚΌΣ ΝΕΚΡΌΣ 




Που πηγαίνουν οι άνθρωποι που πέθαναν ?

Και αν οι καλοί άνθρωποι πάνε στο παράδεισο μήπως οι κακοί άνθρωποι μενού πίσω στη Γη σαν φαντάσματα, κακοποιές οντότητες ή εκδικητικοί νεκροί ?

Η ιστορία που ακολουθεί είναι ακριβώς η ιστορία ενός κακού άνθρωπου ο οποίος έζησε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Νήσο Μύκονος το 1700 μχ

Η ιστορία ενός ανθρώπου νεκραναστημένου είναι κάτι πολύ σοβαρό όταν συναντάτε στο κείμενο ενός επιστήμονα που ουδέποτε υπήρξε προσήλυτος του πνευματισμού και των υπολοίπων φαινομένων 

Την παράκρουση αυτή κατέγραψε στο ημερολόγιο του, ο Γάλλος περιηγητής Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ, ο οποίος ταξίδευε στα νησιά των Κυκλάδων με σκοπό να γράψει ένα βιβλίο για τη ζωή και τους κατοίκους στην περιοχή. 

Ο Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ ήταν Γάλλος βοτανολόγος, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός ως ο πρώτος που απέδωσε έναν σαφή ορισμό του όρου "γένος" στα φυτά, διακρίνοντας το γένος από το είδος. Κυριότερο έργο του είναι το Eléments de botanique, ou Méthode pour reconnaître les Plantes

Το βιβλίο το έγραψε και ονομάστηκε «ταξίδι στην Ανατολή» ουσιαστικά είναι η ιστορία ενός χωρικόύ που έγινε " εκδικητικό πνεύμα " .

Ο Τουρνεφόρ λοιπόν αφηγείται μια ιστορία η οποία διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια του, όταν επι μέρες έμενε ο ίδιος στην Μύκονο. 

Γράφει λοιπόν: «Υπήρξα μάρτυρας στη Μύκονο, μιας σκηνής πολύ παράδοξης που αφορά την επιστροφή στον κόσμο ενός νεκρού και ενταφιασμένου.»

«Τέτοιου είδους φαντάσματα οι βόρειοι λαοί τα λένε βαμπίρ ενώ οι Έλληνες τα λένε βρυκόλακες» γράφει ο Τουρνεφόρ και στη συνέχεια ξεδιπλώνει την ιστορία στην οποία ήταν μάρτυρας.

Στη Μύκονο λοιπόν εκείνη την εποχή ζούσε ένας χωρικός ο οποίος δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο ο κλασσικός βαρύς άντρας της εποχής  που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, δίκιο του η δύναμη του και ο τσαμπουκάς , έτσι λοιπόν όπως είναι λογικό όλοι ανεξαιρέτως και όλα  του έφταιγαν, μάλωνε με το παραμικρό, και γενικά δεν λογάριαζε τίποτε και κανέναν.

Μέχρι που μια νύχτα ο χωρικός αυτός βρέθηκε δολοφονημένος κάτω από ένα δέντρο μέσα σε ένα χωράφι στην εξοχή.

Κανείς δεν ξέρει γιατί, και από ποιόν !

Εδώ λοιπόν αρχίζει η ιστορία ......και ο Τουρνεφόρ συνεχίζει την αφήγηση του: «Δυο μέρες μετά την κηδεία και τον ενταφιασμό του σε τάφο στο νεκροταφείο κυκλοφόρησε μια φήμη που έλεγε ότι πολλοί κάτοικοι τον είχαν δει να περιφέρεται τη νύχτα στα χωριά και τα στενά της χώρας».

Οι φήμες γιγαντώθηκαν σαν φλόγα που της ρίχνεις πετρέλαιο.

 Άρχισαν όλο και περισσότεροι να διαδίδουν ότι τον είδαν την προηγούμενη νύχτα να διασχίζει με μεγάλα βήματα τα δρομάκια, να μπαίνει στα σπίτια, να τρομοκρατεί τον κόσμο, να αναποδογυρίζει έπιπλα, να ρίχνει πιάτα στο πάτωμα και να σβήνει τις λάμπες.

Στην αρχή οι Μυκονιάτες γελούσαν με όλα αυτά που ακούγονταν όταν όμως διάφοροι προύχοντες και αξιόπιστοι κάτοικοι του νησιού, έλεγαν και εκείνοι ότι δέχτηκαν επίθεση από τον βρυκόλακα, ή ότι τον είδαν το προηγούμενο βράδυ να περιφέρεται, τότε το πράγμα σοβάρεψε.


Μπορεί να μην υπάρχει βρυκόλακας στην συγκεκριμένη περίπτωση αλλά η εμφάνιση του συγκεκριμένου νεκρού άντρα είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο όπως και το ότι έμπαινε σε σπίτια στα οποία ουσιαστικά προξενούσε φθορές σπάζοντας πράγματα, αν και για να είμαστε ειλικρινείς δεν υπήρξαν τραυματισμοί ή απόπειρες ανθρωποκτονιών από τον νεκρό γεγονός που συνέβη στην μεταγενέστερη εποχή στο στοιχειωμένο σπίτι στου Βάβουλα στον Πειραιά εκεί όπου σύμφωνα με την εφημερίδα της εποχής εκείνης το πνεύμα όχι μόνο εμφανιζόταν σε όλους αλλά επανειλημμένα αποπειράθηκε να πνίξει την γυναίκα γνωστού επιχειρηματία του οποίου η οικογένεια ζούσε στο συγκεκριμένο κτίριο που ήταν πραγματικά στοιχειωμένο από ένα κακοποιό πνεύμα γέρου ανθρώπου.

Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως αληθινή επίθεση ή απόπειρα ανθρωποκτονίας η ίδέα και μόνο ότι υπάρχει ένας νεκρός που κυκλοφορεί τις νύχτες στην Μύκονο προκαλεί αμόκ.

 Μια παράκρουση άρχισε να καταλαμβάνει τον κόσμο. Όλο και περισσότεροι έτρεχαν στις εκκλησιές και ζητούσαν από τους παπάδες να κάνουν εξορκισμούς στο σπίτι τους για να μην πατήσει ο νεκροζώντανος 

Την επόμενη μέρα όμως όλο και σε κάποιο σπίτι είχε κάνει ζημιές, όλο και κάποιος τον είχε δει τρομοκρατημένος στο σκοτάδι στο δρόμο. Και κάθε μέρα ο τρόμος άρχισε να φωλιάζει στο μυαλό των Μυκονιατών.

Και ο Τουρνεφόρ αναφέρει: «Οι διαδώσεις είχαν σαν αποτέλεσμα να συγκληθεί το συμβούλιο των Δημογερόντων του νησιού. Σε αυτό παρευρέθηκαν και ιερείς.» Οι δημογέροντες λοιπόν αποφάσισαν να περιμένουν να περάσουν 9 νύχτες από την ημέρα της ταφής του χωρικού.

«Την δέκατη μέρα, έγινε λειτουργία στον ναό του νεκροταφείου και στη συνέχεια κάποιοι πήγαν στο μνήμα του χωρικού, το άνοιξαν και τον ξέθαψαν. 

Η κίνηση αυτή θέριεψε τις φήμες.

 Άρχισαν να λένε και να διαδίδεται ότι το σώμα του ήταν άφθαρτο, αναλλοίωτο και πως η μυρωδιά που έβγαζε ο τάφος του ήταν ανυπόφορη».

Δεν πέρασαν κάποιες μέρες και σύμφωνα με τον περιηγητή δεν υπήρχε άνθρωπος στο νησί που να μην είχε αναφέρει ότι είδε και εκείνος τον βρυκόλακα. 

Μάλιστα ολόκληρες οικογένειες που έμεναν σε σπίτια μέσα σε κτήματα που ήταν απομονωμένα, τρομοκρατημένες τα εγκατέλειπαν η μια μετά την άλλη για να πάνε να ζήσουν στη χώρα.

«Κάθε βράδυ καλόγεροι και παπάδες περιφέρονταν στους δρόμους και έψελναν ενώ ράντιζαν με τις αγιαστούρες τους τα σπίτια για να μην τα επισκεφτεί ο βρυκόλακας. 

Εμείς οι ξένοι που ήμασταν στο νησί» συνεχίζει ο Τουρνεφορ, «αποφασίσαμε να μην μιλήσουμε και να μην εκφράσουμε γνώμη γιατί θα μας θεωρούσαν άπιστους. Ο φανατισμός δεν έχει καμία λογική»

Εκτός από τους καλόγερους και τους παπάδες, οι Μυκονιάτες είχε οργανώσει και περιπολίες. Ομάδες ατόμων με δάδες στα χέρια, με σταυρούς, ρόπαλα και σπαθιά όλο το βράδυ τριγυρνούσαν στους δρόμους για να βρουν τον βρυκόλακα.

Τελικά κάποιος πέταξε την ιδέα να κάψουν το πτώμα για να φύγει το κακό και να λυτρωθούν. Έτσι και έγινε.

 Σε μια ακτή του νησιού με ξύλα και ξεράγκαθα, άναψαν μια τεράστια φωτιά. Ξέθαψαν το πτώμα του βρυκόλακα το κουβάλησαν μέχρι την ακτή και το πέταξαν επάνω στις φλόγες.

Περίμεναν μέχρι να καεί. «Ήμασταν παρόντες στην μακάβρια αυτή σκηνή» έγραψε ο περιηγητής και συνέχισε, «Ήταν η πρωτοχρονιά του 1701 όταν οι στάχτες του Μυκονιάτη βρυκόλακα σκορπίστηκαν στη θάλασσα. 

Τότε μόνο οι άνθρωποι ξαναγύρισαν στα σπίτια τους»




Η αφήγηση του Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ είναι πολύτιμη για την ουσιαστική έρευνα πάνω στην πραγματική φύση του θανάτου και της επίδρασης του στον άνθρωπο ως ενέργεια, φυσικά δεν υπάρχει καμία απολύτως σχέση με βρυκόλακα αλλά τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του άφθαρτου σώματος του νεκρού καθώς και η έντονη δυσωδία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα μίας συγκεκριμένης κατηγορίας όντων τα οποία γίνονται επιθετικά ως προς τους ανθρώπους όσο περισσότερος χρόνος περνάει από την μέρα του θανάτου τους ...

Αναφορές υπάρχουν διαθέσιμες στα βίντεο που αφορούν τον τομέα της συγκεκριμένης κατηγορίας και μπορεί ο οποιοσδήποτε να δεί δωρεάν στο YouTube channel.

Medium Evans Adamakis 



Δημοφιλείς αναρτήσεις